- πρωτόχυτος
- πρωτό-χῠτος, ον,A first-flowing,
οἶνος AP6.44
(Leon.(?)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶνος AP6.44
(Leon.(?)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτόχυτος — ον, Α αυτός που χύνεται πρώτος («πρωτόχυτος οἶνος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χυτός (< χέω «χύνω»), πρβλ. νεό χυτος] … Dictionary of Greek
πρωτόχυτον — πρωτόχυτος first flowing masc/fem acc sg πρωτόχυτος first flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοχύτοιο — πρωτόχυτος first flowing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek